επικέρνης

επικέρνης
ἐπικέρνης, ὁ (AM)
1. ο οινοχόος
2. (στο Βυζάντιο) τίτλος αξιωματούχου ο οποίος υπηρετεί τον αυτοκράτορα κατά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pincerna «οινοχόος». Μαρτυρείται και τ. πιγκέρνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικέρνῃ — ἐπικέρνης cupbearer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικέρνεω — ἐπικέρνεω̆ , ἐπικέρνης cupbearer masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”